- παραβεβλημένως
- παραβάλλωthrow besideperf part mp masc acc pl (epic doric)παραβεβλημένωςrecklesslyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραβεβλημένως — Α επίρρ. 1. απερίσκεπτα, ανόητα 2. πλαγίως, ειρωνικά 3. σε παραβολές 4. παράλληλα 5. (κατά τον Ησύχ.) «ἀπαιτητικῶς παραλογιστικῶς ἐξ ἀντιβολῆς παραβάλλοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού παραβάλλω] … Dictionary of Greek